ξυράφι

ξυράφι
Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να γίνει κοφτερό. Η λεπίδα χρειάζεται, κατά καιρούς, ακόνισμα για να διατηρεί τις κοπτικές ιδιότητές της. Το ακόνισμα γίνεται με τη μετακίνηση, με κατάλληλο τρόπο, του κοπτικού τμήματος της λεπίδας, πάνω σε λουρίδες ειδικού δέρματος ή σε κατάλληλες σκληρές πέτρες. Το ξυράφι συμπληρώνεται από μία λαβή η οποία είναι ταυτόχρονα και θήκη του. Ο κλασικός αυτός τύπος του ξυραφιού σήμερα έχει αντικατασταθεί τουλάχιστον στην οικιακή χρήση, από το λεγόμενο ξυραφάκι και από την ηλεκτρική ξυριστική μηχανή. Το πρώτο επινοήθηκε από τον Αμερικανό Ζιλέτ (1855 – 1932) στις αρχές του 20ού αι. και αποτελείται από μια χαλύβδινη λεπίδα μικρή και λεπτή η οποία κρατείται σταθερά από δύο μικρές μεταλλικές πλάκες τοποθετημένες επί μιας λαβής. Η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή αποτελείται από ένα περίβλημα, συνήθως από πλαστική ύλη, το οποίον περιλαμβάνει ένα μικρό κινητήρα 4-10 Watt, o οποίος τροφοδοτείται από το ηλεκτρικό δίκτυο ή από συσσωρευτές (μπαταρίες). Ο κινητήρας, κινεί ανάλογα με τον τύπο της μηχανής, είτε μία σειρά λεπίδων τοποθετημένων σε σχήμα χτένας και με παλινδρομική κίνηση, είτε ένα ή περισσότερους δίσκους ή μαχαιράκια με περιστροφική κίνηση, που κόβουν τις τρίχες, οι οποίες εισχωρούν σε ένα διχτυωτό ή σε μια πλάκα με μικρά ανοίγματα. To ξυράφι είναι γνωστό από τους πανάρχαιους χρόνους, όπως έχει διαπιστωθεί σε διάφορες ανασκαφές που έφεραν στο φως ξυράφια της εποχής του χαλκού, όπως εκείνο της φωτογραφίας. Τύποι σύγχρονων ξυραφιών. Ο πρώτος επινοήθηκε από το Ζιλέτ.
* * *
και ξουράφι, το (ΑΜ ξυράφιον)
όργανο με χαλύβδινη λεπίδα με το οποίο γίνεται το ξύρισμα
νεοελλ.
1. πολύ λεπτή μεταλλική λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή, ξυραφάκι
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ εύστροφος («έχει μυαλό ξυράφι»)
3. φρ. «στην κόψη τού ξυραφιού» — σε πολύ κρίσιμο σημείο
4. παροιμ. «σπανός ξουράφια αγόραζε» — λέγεται για ανθρώπους που ζητούν πράγματα τα οποία είναι άχρηστα
μσν.-αρχ.
χειρουργικό μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. ξυλ-άφιον, χρυσ-άφιον). Στον τ. ξουράφι το -υ- εμφανίζει την αρχαία προφορά του ως / u / = ου (πρβλ. κύτος / κυτίον —κουτί, μύσταξ —μουστάκι, τύμπανο —τούμπανο, σύρω σούρ(ν)ω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυράφι — ξυράφι, το και ξουράφι, το 1. ξυριστική λεπίδα. 2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, πνεύμα οξύ: Έχει μυαλό ξυράφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυραφιά — και ξουραφιά, η [ξυράφι] κόψιμο με ξυράφι, αμυχή από ξυράφι …   Dictionary of Greek

  • ξυροφορώ — ξυροφορῶ, έω (Α) έχω μαζί μου ξυράφι, κρατώ ξυράφι («σὺ μέντοι ξυροφορεῑς ἑκάστοτε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

  • ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… …   Dictionary of Greek

  • ξυρόν — ξυρόν, τὸ (Α) 1. ξυράφι 2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο 3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ» 4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη τού ξυραφιού β)… …   Dictionary of Greek

  • ξυρότμητος — ξυρότμητος, ον (Α) (για στάχυ) αυτός που έχει κοπεί με ξυράφι, με δρεπάνι, ο θερισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. μοριό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • απόξυρος — ἀπόξυρος, ον (Α) απότομος, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”